χωνεύομαι

χωνεύομαι
χωνεύομαι, χωνεύτηκα, χωνε(υ)μένος βλ. πίν. 18

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αντιπέσσομαι — ἀντιπέσσομαι κ. ττομαι (Α) (για τροφή) χωνεύομαι εντελώς …   Dictionary of Greek

  • περιχωνεύομαι — Α χωνεύομαι, λειώνω μαζί με κάτι άλλο σε αμάλγαμα («περιχωνεύομαι χρυσῷ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χωνεύω «λειώνω»] …   Dictionary of Greek

  • προκατεργάζομαι — Α [κατεργάζομαι] 1. ετοιμάζω εκ τών προτέρων, προπαρασκευάζω 2. επεξεργάζομαι, καλλιεργώ εκ τών προτέρων («τὸ ψυχικὸν πνεῡμα προκατεργάζεσθαι», Γαλ.) 3. πραγματοποιώ, εκτελώ κάτι εντελώς εκ τών προτέρων («χρήσιμον προκατεργάζεσθαι ἔργον», Διοδ.)… …   Dictionary of Greek

  • συμπέσσω — και αττ. τ. συμπέττω και δ. αν. συμπέπτω Α 1. καθιστώ κάτι ώριμο με θερμότητα («ἐπικάθηνται δ ἐπὶ τοῑς κηρίοις αἱ μέλιτται καὶ συμπέττουσιν», Αριστοτ.) 2. (σχετικά με εξάνθημα ή έλκος) επουλώνω 3. εκκολάπτω 4. ευνοώ την πέψη 5. παθ. συμπέσσομαι… …   Dictionary of Greek

  • τήκω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. τάκω Α μεταβάλλω ένα στερεό σε ρευστό με θερμότητα ή με διάλυση στο νερό, ρευστοποιώ, λειώνω (α. «ο χρυσός τήκεται σε πολύ υψηλή θερμοκρασία» β. «ἐτήκετο κασσίτερος ὥς», Ησίοδ. γ. «ἥλιος τήκει πετραίαν χιόνα», Αισχύλ.) μσν. αρχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”